Αυτή είναι η ιστορία ενός βιοπαλαιστή, ενός βιοτέχνη επίπλου, που
στους χαλεπούς οικονομικούς καιρούς του 2017 μάχεται μόνος του, στη μικρή
βιοτεχνία που διατηρεί από το 1996. Μόνο που η μάχη αυτή δε γίνεται ιδιαίτερα
αισθητή, γιατί ο Σπύρος έχει καταφέρει να μετατρέψει το χώρο της καθημερινής
βιοπάλης του σε ησυχαστήριο, σε έναν δικό του παράδεισο, όπου αισθάνεται άνετα,
όπου απολαμβάνει τη ζωή, όπου γεύεται το κάθε συμβάν και όπου η δουλειά δε
συνιστά για εκείνον δουλεία, αλλά πηγή άντλησης δύναμης και ζωντάνιας. Ούτε
ίχνος συμβιβασμού, ούτε ίχνος δυσφορίας, γιατί βρίσκεται στο χώρο του και εκεί
τίποτε δεν τον καταπονεί, τίποτε δεν τον επιβαρύνει.
Είναι μια ιστορία ειπωμένη με εικόνες. Η επιλογή της κυριαρχίας
του οπτικού δεν είναι τυχαία, καθώς οποιαδήποτε επιπρόσθετη αφήγηση δε θα είχε
τη δύναμη να μεταφέρει στο θεατή τα όσα διηγούνται οι ίδιες οι εικόνες και η
σιωπή με τόσο εύληπτο και ξεκάθαρο τρόπο.
Ας αποσαφηνιστεί εδώ επίσης η έννοια της ιστορίας. Το ντοκιμαντέρ
δε βασίζεται σε προϋφιστάμενο σενάριο. Πιο πολύ, η ίδια η καταγραφή γεγονότων
και συμβάντων, δημιουργεί εκ των υστέρων το σενάριο της ταινίας. Συνεπώς, δεν
προσδιορίζεται κάποια υπόθεση που να ακολουθεί την αυστηρή γραμμική δομή αρχή,
μέση και τέλος. Το σενάριο που συναρμολογείται συνιστά κατά βάση μια τομή στην
πραγματικότητα του πρωταγωνιστή. Κάπως έτσι θα μπορούσε ο θεατής να φανταστεί
την κάθε μέρα στη ζωή του βιοτέχνη με κάποιες παραλλαγές, ανεξάρτητα από την
εποχή.
Ωστόσο, διατηρείται και ισχύει η θεμελιώδης προδιαγραφή ενός
σεναρίου υπό την έννοια της ύπαρξης ενός προσώπου που δρα μέσα σε έναν
οριοθετημένο χώρο, παράγοντας πράξεις. Το πρόσωπο, ο Σπύρος, δρα, παράγοντας
πράξεις στον οριοθετημένο χώρο της βιοτεχνίας του στη Βέροια και αυτή η δράση,
αυτό το σύνολο των πράξεων, αποθανατίζεται επί ένα καλοκαίρι από τη
σκηνοθέτιδα, τη σύζυγό του Χριστίνα Δημητριάδου, που δικαιωματικά, έχοντας
ζήσει τη βιοτεχνία από τις πρώτες μέρες που άνοιξε το 1996, καταθέτει ότι αυτή
η αποτύπωση δύναται να γενικευτεί, διότι αυτοί είναι οι καθημερινοί ρυθμοί του
Σπύρου, αυτή είναι η ύπαρξή του, στην οποία το επίκεντρο είναι αυτός ο παλιός
στάβλος και νυν βιοτεχνία, ο εργασιακός του χώρος, όπου εισπνέει ελευθερία και
νιώθει ασφάλεια. Έτσι, χαρτογραφείται ένας κόσμος, εν μέρει και
επιχειρηματικός, που όμως συγχωνεύεται με αυτόν της προσωπικής ζωής,
διαμεσολαβώντας στον «αναγνώστη» το υπολανθάνον μήνυμα ότι η βιοτεχνική
επιχειρηματικότητα μπορεί να έχει και μια τελείως διαφορετική όψη από αυτή που
φαντάζεται όταν αναφέρεται στον επιχειρηματικό κλάδο της ελληνικής
επιπλοποιίας.
Η ταινία μοιάζει με έναν ενδιάμεσο σταθμό στην πορεία σταδιοδρομίας
του Βεροιώτη, που αφενός μετρά ένα συγκεκριμένο παρελθόν, όπως αυτό διαφαίνεται
από τη συσσωρευμένη εμπειρία του βιοτέχνη και, αφετέρου, προσβλέπει σε ένα
μέλλον, ίσως με τους ίδιους ρυθμούς, την ίδια καθημερινότητα,… ποιος ξέρει;
Η σκηνοθέτιδα ελπίζει ότι κλείνοντας, αυτή η ιστορία θα αφήσει στο
κοινό μια γλυκιά ανάμνηση και – γιατί όχι; - και ένα δίδαγμα: ότι εξαρτάται
πρωτίστως από τον καθένα από εμάς ξεχωριστά, κατά πόσο θα δει τη θετική όψη της
ζωής, θα την πλάσει με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί και θα τη διανθίσει με τις
μικρές προσθήκες και πινελιές στο δικό του προσωπικό απάνεμο λιμάνι.