Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018
Στοιχεία ταινίας
"Το λιμάνι ενός επιπλοποιού"
- Είδος: ντοκιμαντέρ
(παρατήρησης)
- Τίτλος: Το λιμάνι ενός
επιπλοποιού
- Θέμα: Τέχνη και
πολιτισμός, κοινωνία
- Διάρκεια: 22:11’
- Παραγωγή: Ελληνική
- Έτος παραγωγής: 2018
- Σκηνοθεσία/φωτογραφία: Χριστίνα Σ. Δημητριάδου
- Μοντάζ: Χριστίνα Σ.
Δημητριάδου
- Σενάριο: Χριστίνα Σ.
Δημητριάδου
- Μιξάζ: Χριστίνα Σ.
Δημητριάδου
- Μουσική: Deep Haze: MacLeod (Creative Commons by Attribution 3.0)
- Επιμέλεια τίτλων: Χριστίνα Σ. Δημητριάδου
- Παραγωγή: Χριστίνα Σ.
Δημητριάδου
- Συμμετέχουν: Σπύρος
Καραντώνης
- Είδος: ντοκιμαντέρ (παρατήρησης)
- Τίτλος: Το λιμάνι ενός επιπλοποιού
- Θέμα: Τέχνη και πολιτισμός, κοινωνία
- Διάρκεια: 22:11’
- Παραγωγή: Ελληνική
- Έτος παραγωγής: 2018
- Σκηνοθεσία/φωτογραφία: Χριστίνα Σ. Δημητριάδου
- Μοντάζ: Χριστίνα Σ. Δημητριάδου
- Σενάριο: Χριστίνα Σ. Δημητριάδου
- Μιξάζ: Χριστίνα Σ. Δημητριάδου
- Μουσική: Deep Haze: MacLeod (Creative Commons by Attribution 3.0)
- Επιμέλεια τίτλων: Χριστίνα Σ. Δημητριάδου
- Παραγωγή: Χριστίνα Σ. Δημητριάδου
- Συμμετέχουν: Σπύρος Καραντώνης
Σύνοψη ταινίας
Ο φιλμικός κώδικας, αξιοποιούμενος ως ανθρωπολογικό οδοιπορικό
ποίησης και παρατήρησης, ντοκουμεντάρει τη συνύπαρξη ανθρώπου, χρόνου και
χώρου, σκιαγραφώντας με τη δύναμη της καλλιτεχνικής οπτικοακουστικής έκφρασης
το προφίλ του Βεροιώτη βιοτέχνη σαλονιών Σπύρου Καραντώνη, λαμβάνοντας
ιδιαίτερα υπόψη την πολιτισμική διάσταση του κινηματογράφου, η οποία
επικεντρώνεται σε πολιτιστικά συγκείμενα: ο Σπύρος και η βιοτεχνία επίπλων του
είναι δύο άρρηκτα συνδεδεμένες οντότητες εδώ και πολλά χρόνια, που ανήκουν στον
πολιτισμό της Ελλάδας του σήμερα. Για εκείνον, έχει πάψει να είναι απλά ο χώρος
της εργασίας του, στον οποίο ασκεί την τέχνη του. Είναι το λιμάνι του, όπου
περνά ατελείωτες ώρες την ημέρα. Ποιο μέσο, αν όχι ο κινηματογράφος, θα μπορούσε να απεικονίσει
καλύτερα αυτό το μικροσκοπικό κομμάτι του εν λόγω πολιτισμού, προσφέροντας στις
σύγχρονες γενιές πολιτιστικό γραμματισμό;
Εισαγωγικό σημείωμα σκηνοθέτιδος
Κεντρικά και απόκεντρα της Βέροιας, πρωτεύουσας της Ημαθίας στην
Κεντρική Μακεδονία, στεγασμένη σε παλιούς στάβλους, βρίσκεται η βιοτεχνία
σαλονιών του Σπύρου. Στην ηλικία των 9 ετών εργάστηκε για πρώτη φορά ως βοηθός
σε εργαστήριο κιβωτοποιίας για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του, αφού
είχε χάσει τον πατέρα του, όταν ήταν μόλις 4 χρονών.
Το 1996, έκανε το μεγάλο βήμα και άνοιξε τη δική του βιοτεχνία
σαλονιών, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του, Αντώνη, και των θείων του,
αδερφών του πατέρα του, που υπήρξαν ξακουστοί επιπλοποιοί στη Βέροια τη
δεκαετία του ’60-’70.
Ο Σπύρος αγαπά τη βιοτεχνία του περισσότερο από το ίδιο του το
σπίτι. Είναι κυριολεκτικά το λιμάνι του, όπου περνά όλη του τη μέρα, κάθε μέρα,
χωρίς εξαιρέσεις, τις περισσότερες φορές μέχρι αργά το βράδυ.
Το ντοκιμαντέρ μεταφέρει λιτά στο θεατή στιγμιότυπα από την
πραγματικότητα της ζωής του βιοτέχνη επίπλου, όπως αυτά καταγράφτηκαν στη
διάρκεια του καλοκαιριού του 2017. Αν και αυτή η πραγματικότητα περιορίζεται
στη συγκεκριμένη εποχή, στην ουσία οι εικόνες είναι διαχρονικές, καθώς η ζωή,
το καθημερινό πρόγραμμα, η ρουτίνα, οι συνήθειες και η δράση πάντα ακολουθούν
το ίδιο μοτίβο και διατηρούν παρόμοιους ρυθμούς, κάνοντας απλά τις αναγκαίες
προσαρμογές στις καιρικές συνθήκες κάθε εποχής. Συνεπώς, η ματιά ειδικά στο
καλοκαίρι του 2017 επιτρέπει μια γενίκευση στο χρόνο γενικότερα και φέρει
σίγουρα μια πολιτιστική σφραγίδα, καθώς αποκαλύπτει μια άλλη οπτική της
σύγχρονης ελληνικής ζωής, αυτή ενός απλού ανθρώπου και μικρού ήρωα της
καθημερινότητας.
Δομή ντοκιμαντέρ
Πρόλογος
Ένα παλιό κτίσμα με βαθουλωμένη κεραμοσκεπή και πράσινη μεταλλική
πόρτα σε ένα περιβάλλον με άγρια πρασινάδα, θέα προς το δρόμο και τα σπίτια της
πόλης και φόντο χαμηλά υψώματα που ορθώνονται μουντά προς έναν γαλάζιο
καλοκαιρινό ουρανό. Η αρχιτεκτονική του παραπέμπει σε ορισμένη χρήση: πρόκειται
για στάβλο. Κι όμως, η εναλλαγή μεταξύ εξωτερικών πλάνων και εσωτερικών, δεν
αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ότι εντός διεκπεραιώνονται δουλειές εντελώς διαφορετικής
φύσης από κτηνοτροφικές. Εδώ, σε αυτό το χώρο, θα δει κανείς τον ιδιοκτήτη να
κόβει ξύλα σε κορδέλα, να διαμορφώνει ξυλεία σε ξεμορσιέρα, να μοντάρει
καναπέδες και να συναρμολογεί πλαϊνά. Σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, όμως, θα
τον δει και διαφορετικά: να κινείται ως άνθρωπος, ευαίσθητος, με ιδιαίτερη
αγάπη στα ζώα τα οποία διατηρεί και στα οποία προσφέρει στέγη, τροφή και
προστασία. Κι αν υπάρχει ακόμα κανείς που τρέφει αμφιβολίες για το αν
συσχετίζονται κτίσμα και άνθρωπος, τότε σίγουρα θα εξανεμιστούν τη στιγμή που
αυτός ο άνθρωπος καταφθάνει με το φορτηγό του σε αυτό ακριβώς το κτίσμα και η
κάμερα τον ακλουθεί καταπόδας στα ενδότερα, για να αποκαλύψει στο θεατή το
χωρικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται ο κόσμος του: τη βιοτεχνία σαλονιών
του, το χώρο εργασίας του Σπύρου, αλλά και… το καταφύγιό του, το λιμάνι του.
Ένα συνηθισμένο πρωινό
Γνωρίζουμε τους χώρους του κτίσματος καλύτερα. Υπάρχει η πίσω
αυλή. Ο πρωινός ήλιος επιδεικνύεται ήδη τρανός και η ζωή αυτή την ώρα, ως
συνήθως, αρχίζει δειλά-δειλά να ξυπνά, λίγο πιο αργοπορημένα από τα συνηθισμένα
λόγω της καλοκαιρινής ζέστης. Και η ζωή αυτή είναι ποικίλης μορφής και πλούσια:
ένα συνονθύλευμα από γάτες διαφορετικών γενιών, πάπιες, κότες και κοκόρια,
σκύλους μικρού και μεγάλου μεγέθους και χήνες συμβιώνει εδώ φιλήσυχα και
ειρηνικά, αποδεικνύοντας ότι η αρμονική συμπόρευση είναι δυνατή ακόμα και στις
- κοινώς αποδεκτά - πιο απίθανες περιπτώσεις.
Η κουζίνα
Μια κουζίνα είναι ο πρώτος χώρος που συναντάει κανείς μπαίνοντας
από την αυλή στη βιοτεχνία μέσω της πίσω πόρτας. Το βλέμμα εξερευνά τη
φυσιογνωμία της εστιάζοντας στα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα: μια χαμηλή
μεταλλική σόμπα ξύλου με φούρνο απέναντι από την πόρτα της αυλής, παραδίπλα ένα
άσπρο γκαζάκι με ένα ανοξείδωτο κατσαρολάκι επάνω σε μια ψηλή ξύλινη κατασκευή,
στη μέση ένα ορθογώνιο τραπέζι στολισμένο με ένα παρδαλό τραπεζομάντηλο με
ζωηρά χρώματα, όπου η ματιά πέφτει επάνω σε ένα μπωλ με κολοκυθάκια και ένα
σκεπαστό τηγάνι σε δύο ξύλα κοπής. Από την τηλεόραση σε υπερυψωμένη θέση σε μια
γωνιά της κουζίνας, η ματιά περνά το ψυγείο, τη βρύση, τον πάγκο και τα
ντουλάπια και περιφέρεται ως την πόρτα της αυλής και πέρα από αυτήν,
εντοπίζοντας μια σόμπα για τις κρύες μέρες του χειμώνα, ένα λευκό ρολόι
στερεωμένο στον τοίχο από τούβλα πίσω της, ως ένα δεύτερο τραπέζι με τις τρεις
καρέκλες του, τοποθετημένο ακριβώς κάτω από ξύλινα ράφια, επίσης στερεωμένα
στον τοίχο όπου κρέμονται εργαλεία κήπου. Απέναντι, καρφωμένο σε περίοπτη θέση
στον τοίχο, ένα αυτοσχέδιο ξύλινο ηχείο κρέμεται πάνω από ένα διθέσιο, προφανώς
για να γεμίσει τον μονότονο ήχο που παράγουν τα μηχανήματα με πιο μελωδικά και
ανεκτά στο ανθρώπινο αυτί ακούσματα.
Όλα τα προαναφερθέντα και τόσες άλλες λεπτομέρειες που ενδεχομένως
προλαβαίνει το ανθρώπινο μάτι, συνθέτουν την εικόνα της μικρής κουζίνας, η
οποία αποπνέει μια ατμόσφαιρα ζεστασιάς, ευχάριστης ηρεμίας και φιλοξενίας,
δημιουργημένης από το διακοσμητή της, Σπύρο.
Έναρξη ημέρας
Πώς ξεκινά μια τυπική μέρα σε αυτούς τους χώρους; Γνωρίζουμε το
δρομολόγιο που οδηγεί στη βιοτεχνία. Ο Σπύρος καταφθάνει στο φορτηγό του και
ξεκλειδώνει την πράσινη μεταλλική πόρτα του παλιού στάβλου. Η άφιξη του
αφεντικού κάθε πρωί πάντα γίνεται αισθητή στην πίσω αυλή. Τα ζώα ήδη τον
περιμένουν ανυπόμονα. Γιατί; Μα φυσικά γιατί εκείνος ετοιμάζει το πρωινό τους.
Πρώτο καθήκον λοιπόν το τάισμα. Όλα τα πλάσματα έχουν το μέρος τους, όλα
σπεύδουν προς αυτό για να προλάβουν την τροφή. Τότε μόνο το αφεντικό θα σκεφτεί
και τον εαυτό του και θα ετοιμάσει τον αναγκαίο πρωινό καφέ, προτού αρχίσει η
εργασία.
Χώρος μηχανημάτων-Επεξεργασία/μεταποίηση
Η εικονική ξενάγηση στη βιοτεχνία συνεχίζεται μέσω μιας εσωτερικής
πόρτας που βρίσκεται απέναντι από την πόρτα της αυλής και η οποία οδηγεί από
την κουζίνα στον ευρύχωρο χώρο των μηχανημάτων. Ο θεατής αντιλαμβάνεται
καλύτερα ακόμα πως στην ουσία ο παλιός στάβλος κρύβει μέσα του κάτι το
απροσδόκητο: μια μικρή μονάδα παραγωγής επίπλου, ένα μικρό εργοστάσιο. Εδώ, στο
χώρο μηχανημάτων, λαμβάνει χώρα η κυρίως παραγωγική διαδικασία ξύλινων
προϊόντων, καθώς στεγάζει πρώτες ύλες, σειρά μηχανημάτων και εργαλείων που
απαιτούνται για την επεξεργασία ξύλου και ημιέτοιμα προϊόντα για συναρμολόγηση.
Κάθε γωνιά, κάθε σημείο φέρει τη δική του προσωπική σφραγίδα και αποτελεί ένα
ξεχωριστό κέντρο εργασίας ή τμήμα παραγωγής και όλα μαζί φωτογραφίζουν τη
βιοτεχνική μονάδα παραγωγής που ίσως θυμίζει μια άλλη εποχή, λίγο παλιά και
ξεπερασμένη, όπου ελάχιστα πράγματα ήταν αυτοματοποιημένα και όλα ελέγχονταν
ακόμα από το ανθρώπινο χέρι.
Το ντοκιμαντέρ δεν περιορίζεται στη χωρική ξενάγηση. Παρουσιάζει
το Σπύρο σε αυτόν ακριβώς το χώρο να διαδραματίζει ενεργό ρόλο, το μοναδικό,
καθώς, ενώ διευθύνει ένα σύστημα μαζικής παραγωγής σαλονιών, ντιβανιών και
συναφών επίπλων, και ο θεατής θα περίμενε ενδεχομένως σε ένα τέτοιο σύστημα να
συναντήσει σειρά εργατών υπεύθυνων στα διάφορα κέντρα εργασίας, τελικά
διαπιστώνει ότι ο ιδιοκτήτης της βιοτεχνίας είναι το μοναδικό άτομο που
διεκπεραιώνει όλα τα στάδια εργασιών μόνο του κατά τη μεταποίηση της πρώτης
ύλης σε έπιπλα.
Μόνος, στηριζόμενος στις δυνάμεις του και μόνο, αλλά και για να
γλιτώσει χρόνο, ο Σπύρος δεν εγκαταλείπει τη βιοτεχνία ούτε για φαγητό. Η
εργασία διακόπτεται για την προμήθεια μιας διαφορετικής πρώτης ύλης: τροφίμων,
τα οποία ευθύς αμέσως μαγειρεύονται και καταναλώνονται στη μικρή του κουζίνα,
όπου ο Σπύρος ανακτά τις δυνάμεις του, χωρίς βεβαίως να ξεχάσει να φροντίσει
για την ανάκτηση δυνάμεων και των μικρών του συντρόφων έξω στην αυλή.
Είσοδος-Ταπετσάρισμα
Η ψηφιακή ξενάγηση της βιοτεχνίας ολοκληρώνεται με τη μετάβαση
στην είσοδο της βιοτεχνίας, τον πρώτο χώρο που συναντά κανείς σαν εισέλθει από
την πράσινη μεταλλική εξώπορτα. Η διαρρύθμιση και ο τεχνολογικός εξοπλισμός εδώ
εξυπηρετούν το ταπετσάρισμα των επίπλων, χωρίς βέβαια να λείπουν και οι
προσωπικές πινελιές του βιοτέχνη, οι οποίες προσδίδουν στην είσοδο μια νότα πιο
φιλική και οικεία.
Ο θεατής έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει στο χώρο αυτό το
Σπύρο άλλη μια φορά εν ώρα εργασίας, με τη διενέργεια της αφρώδους και
υφασμάτινης επένδυσης των τελικών προϊόντων, αψηφώντας την αφόρητη θερμοκρασία
του καλοκαιριού και μαχόμενος με τον βιοπορισμό μέχρι αργά το απόγευμα.
Διανομή τελικών προϊόντων
Μια ακόμα καλοκαιρινή μέρα και το έτοιμο σετ σαλονιού ετοιμάζεται
να πάει στον προορισμό του. Ο Σπύρος αφικνείται στη βιοτεχνία με το φορτηγό
του, ενώ σε λίγο καταφθάνει και ο έμπορος που το έχει παραγγείλει. Η διανομή
ακολουθεί τα στάδια: φόρτωση στο φορτηγό, δρομολόγιο στον προορισμό, παράδοση
και επιστροφή.
Δυστυχώς, δε λείπουν και τα απρόβλεπτα. Ο Σπύρος επιστρέφει μετά
την παράδοση στη βιοτεχνία. Ωστόσο, η κόφα του φορτηγού φαίνεται να έχει κάποιο
πρόβλημα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί σύντομα. Όμως, η ημέρα είναι μακρά
και εκμεταλλεύσιμη και οι υποχρεώσεις περιμένουν. Ύστερα λοιπόν από το
απαραίτητο διάλειμμα μαγειρέματος και φαγητού, ο Σπύρος αποφασίζει καταρχήν να
εστιάσει στα καθήκοντα στο χώρο μηχανημάτων. Από την πλάνη, τη ραμποτέζα και το
τριβείο, ως την ξεμορσιέρα, την κορδέλα και την πρέσα, διατρέχει μια ακολουθία
εργασιών, η οποία επιτρέπει στο θεατή να πάρει μια γεύση για το πόσο απαιτητική
και χρονοβόρα είναι η διαδικασία μέχρι να παραχθεί ένα ημιέτοιμο προϊόν, όπως
ένα πλαϊνό, που θα συναρμολογηθεί στο τελικό που είναι ένας καναπές.
Το απόγευμα της ημέρας είναι αφιερωμένο στο φορτηγό. Σκαρφαλωμένος
στην οροφή του, ο βιοτέχνης και συνάμα οδηγός δρομολογίων και διανομέας
προϊόντων, επισκευάζει το πρόβλημα του οχήματός του, το οποίο συνιστά ένα
απαραίτητο επαγγελματικό εργαλείο.
Η μέρα οδεύει στο φινάλε
Η μέρα του βιοτέχνη έχει τελειώσει. Όχι όμως και η μέρα του
Σπύρου. Έξω, στην πίσω γωνιά της αυλής, περιμένει πότισμα ο μικρός μπαχτσές με
τα κολοκυθάκια, τις ντομάτες και την κληματαριά, ενώ δεν λείπουν και οι
ευχάριστες στο μάτι βουκολικές στιγμές που γαληνεύουν την ψυχή του βιοτέχνη, με
την άφιξη αργά το απόγευμα του γείτονα Χρήστου, που βόσκει το μικρό κοπάδι με
τις κατσίκες και τα πρόβατα στις θεριεμένες βατσινιές απέναντι από τη
βιοτεχνία.
Κι ενώ τα ζωντανά, πίσω στην αυλή απολαμβάνουν ακόμα το τελευταίο
φως για έναν στερνό περίπατο, για βοσκή, για σκανταλιά και παιχνίδι, ο ήλιος που
βυθίζει την πλάση σε ένα υπέροχο καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα και ανακουφίζει από
τις τροπικές θερμοκρασίες εισάγει εκείνο το διάστημα της ημέρας που επίσης
κρίνεται αξιοποιήσιμο από το βιοτέχνη. Ο Σπύρος ετοιμάζει το χλοοκοπτικό του
μηχάνημα, φορά τον εξοπλισμό του και απαλλάσσει τον παλιό στάβλο από τα
αγριόχορτα που τον περιζώνουν, μέχρι που ο ήλιος δύει, μέχρι που το σούρουπο
του στερεί την ορατότητα και τον υποχρεώσει να διακόψει.
Ένα ολόγιομο φεγγάρι κυριαρχεί στο δειλινό ουρανό,
πάνω από την αυλή που ησυχάζει, όπου όλοι οι ζωντανοί φίλοι του Σπύρου έχουν
κουρνιάσει στη γωνιά τους για να ξεκουραστούν και να αντικρίσουν με χαρά μια
ακόμα καλοκαιρινή μέρα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)